Τελειομανία και Δυσλεξία: Μια Σχέση Που Αξίζει να Δούμε Από Κοντά

Η δυσλεξία αποτελεί μια ειδική μαθησιακή δυσκολία που επηρεάζει την ακρίβεια και την ευχέρεια της ανάγνωσης, καθώς και τη δεξιότητα της γραφής και της ορθογραφίας. Δεν σχετίζεται με τη νοημοσύνη του ατόμου, αλλά συχνά έχει σημαντικό αντίκτυπο στην αυτοεκτίμηση και στην εικόνα που διαμορφώνει το άτομο για τον εαυτό του. Μέσα στο σχολικό και κοινωνικό πλαίσιο, τα παιδιά και οι ενήλικες με δυσλεξία έρχονται συχνά αντιμέτωποι με συγκρίσεις, απορρίψεις ή παρεξηγήσεις, γεγονός που μπορεί να τους ωθήσει να αναπτύξουν αμυντικούς μηχανισμούς για να διαχειριστούν τις δυσκολίες τους. Ένας από αυτούς τους μηχανισμούς είναι η τελειομανία.

Η τελειομανία δεν είναι απλώς η αγάπη για την ποιότητα και την ακρίβεια, αλλά μια βαθιά ριζωμένη πεποίθηση ότι μόνο το άψογο αποτέλεσμα είναι αποδεκτό και ότι κάθε τι λιγότερο ισοδυναμεί με αποτυχία. Μπορεί να λειτουργήσει σε κάποιο βαθμό ως κινητήριος δύναμη, δίνοντας ώθηση στην προσπάθεια και στην επιμονή. Ωστόσο, πολύ συχνά καταλήγει να αποτελεί παγίδα που εγκλωβίζει το άτομο σε έναν αδιάκοπο κύκλο αυτοκριτικής, ανικανοποίητου και άγχους.

Όταν η δυσλεξία συναντά την τελειομανία, η κατάσταση γίνεται ακόμη πιο περίπλοκη. Η διεθνής έρευνα δείχνει ότι πολλοί φοιτητές με δυσλεξία αναπτύσσουν τελειομανείς τάσεις, κυρίως στο επίπεδο της αυτοπαρουσίασης. Προσπαθούν δηλαδή να προβάλλουν προς τα έξω μια εικόνα αψεγάδιαστης επίδοσης, ώστε να κρύψουν τις μαθησιακές τους δυσκολίες. Σύμφωνα με τη μελέτη των Stoeber και Rountree (2020), η τελειομανής αυτοπαρουσίαση σχετίζεται με υψηλότερα επίπεδα αυτοστιγματοποίησης και λιγότερο αποτελεσματικές στρατηγικές αντιμετώπισης. Αυτό σημαίνει ότι το άτομο δεν αποδέχεται τη δυσλεξία του ως μέρος της ταυτότητάς του, αλλά αισθάνεται πως πρέπει συνεχώς να αποδεικνύει την αξία του μέσω ενός «τέλειου» αποτελέσματος.

Στην καθημερινότητα, αυτή η σύγκρουση εκφράζεται με διάφορους τρόπους. Στο σχολείο, ένα παιδί μπορεί να αρνηθεί να παραδώσει μια εργασία αν δεν νιώθει ότι είναι τέλεια. Στο πανεπιστήμιο, ένας φοιτητής μπορεί να καθυστερεί συνεχώς τις παραδόσεις ή να ζει με ένα διαρκές άγχος απόδοσης. Στον εργασιακό χώρο, ο ενήλικας με δυσλεξία μπορεί να διστάζει να αναλάβει νέες ευθύνες από φόβο ότι θα εκτεθεί. Η αναβλητικότητα, η υπερβολική προετοιμασία, η αποφυγή αναζήτησης βοήθειας και το έντονο άγχος είναι συχνά αποτελέσματα αυτής της δύσκολης συμμαχίας.

Η διαχείριση της τελειομανίας σε άτομα με δυσλεξία δεν είναι εύκολη υπόθεση, αλλά υπάρχουν σημαντικά βήματα που μπορούν να βοηθήσουν. Πρώτα από όλα, είναι απαραίτητη η αποδοχή της δυσλεξίας ως μιας διαφορετικής μαθησιακής διαδικασίας και όχι ως ένδειξη αδυναμίας. Η αποδόμηση της ιδέας ότι μόνο το τέλειο είναι αρκετό μπορεί να απελευθερώσει το άτομο από την ψυχολογική πίεση. Η ψυχοθεραπευτική παρέμβαση, και ιδιαίτερα η γνωστική-συμπεριφορική θεραπεία, έχει αποδειχθεί αποτελεσματική στη μείωση της δυσλειτουργικής τελειομανίας (Shafran, 2014). Παράλληλα, η δημιουργία ενός υποστηρικτικού περιβάλλοντος, είτε αυτό είναι η οικογένεια είτε το σχολείο, που εστιάζει στην προσπάθεια και όχι αποκλειστικά στο αποτέλεσμα, ενισχύει την αυτοεκτίμηση. Τέλος, η αναγνώριση δεξιοτήτων και ταλέντων πέρα από την ακαδημαϊκή επίδοση δίνει στο άτομο τη δυνατότητα να οικοδομήσει μια πιο στέρεη και θετική εικόνα εαυτού (Hewitt, P. L., & Flett, G. L.,1991 & Smith, M. J., Saklofske, D. H., Yan, G., & Sherry, S. B., 2016).

Συνοψίζοντας, η τελειομανία και η δυσλεξία συνιστούν έναν δύσκολο συνδυασμό που μπορεί να περιορίσει την αυτοαποδοχή και να ενισχύσει την αυτοκριτική. Ωστόσο, με τις κατάλληλες παρεμβάσεις και τη στήριξη του περιβάλλοντος, το άτομο μπορεί να μάθει να αναγνωρίζει τη μοναδικότητά του χωρίς να εγκλωβίζεται στην παγίδα της τελειότητας. Το ζητούμενο δεν είναι να εξαλειφθεί η φιλοδοξία, αλλά να μετατραπεί σε ρεαλιστική στοχοθεσία που βασίζεται στην αυτοαποδοχή και στη δημιουργικότητα.

 

Βιβλιογραφία

Stoeber, J., & Rountree, M. L. (2020). Perfectionism, self‐stigma, and coping in students with dyslexia: The central role of perfectionistic self‐presentation. Dyslexia, 26(4), 344–356.

Shafran, R., Egan, S., & Wade, T. (2014). Overcoming Perfectionism: A Cognitive-Behavioral Approach to Perfectionism. Guilford Press.

Hewitt, P. L., & Flett, G. L. (1991). Perfectionism in the self and social contexts: Conceptualization, assessment, and association with psychopathology. Journal of Personality and Social Psychology, 60(3), 456–470.

Smith, M. J., Saklofske, D. H., Yan, G., & Sherry, S. B. (2016). Perfectionism, dyslexia, and psychological adjustment in university students. Journal of Learning Disabilities, 49(3), 290–304.

 

Ιωάννα Δημητριάδου

Ψυχολόγος-Ειδική Παιδαγωγός

Εξειδίκευση στη Δυσλεξία, στη ΔΕΠ-Υ και στις Μαθησιακές Διαταραχές, PgD

Orton-Gillingham Practitioner /  Executive Functioning Coach (Dr. Erica Warren)

Συμβουλευτική Υποστήριξη & Ψυχοεκπαίδευση Γονέων (CBT-informed & evidence-based προγράμματα γονεϊκής εκπαίδευσης)

Μετεκπαιδευόμενη στη  Γνωσιακή-Συμπεριφορική Θεραπεία (Beck Institute)

Μέλος στο British Psychological Society, GMBPsS, GBC