Η Γνωσιακή – Συμπεριφορική Προσέγγιση στη Δυσλεξία: Θεωρητικό Υπόβαθρο και Πρακτικές Εφαρμογές

Η δυσλεξία αποτελεί μια από τις πιο διαδεδομένες ειδικές μαθησιακές διαταραχές, επηρεάζοντας σημαντικά την ανάγνωση, τη γραφή και την ορθογραφία. Η γνωσιακή συμπεριφορική προσέγγιση (Cognitive Behavioral Therapy – CBT) έχει χρησιμοποιηθεί επιτυχώς σε διάφορες ψυχολογικές διαταραχές, ενώ τα τελευταία χρόνια έχει προταθεί ως μια πολλά υποσχόμενη μέθοδος για την αντιμετώπιση των συναισθηματικών και ψυχοκοινωνικών προκλήσεων που συνοδεύουν τη δυσλεξία.

Εισαγωγή

Η δυσλεξία χαρακτηρίζεται από δυσκολίες στην αποκωδικοποίηση των λέξεων, στην αναγνωστική ροή και στην ορθογραφία, παρά τη φυσιολογική νοημοσύνη και τις κατάλληλες εκπαιδευτικές ευκαιρίες (Snowling, 2013). Παρόλο που οι παραδοσιακές προσεγγίσεις επικεντρώνονται στη βελτίωση των γλωσσικών δεξιοτήτων, πολλοί ερευνητές υπογραμμίζουν τη σημασία της αντιμετώπισης των συναισθηματικών και συμπεριφορικών ζητημάτων που συχνά συνοδεύουν τη δυσλεξία (Carroll & Iles, 2006).

  1. Η Θεωρητική Βάση της Γνωσιακής Συμπεριφορικής Προσέγγισης

Η γνωσιακή συμπεριφορική προσέγγιση βασίζεται στην υπόθεση ότι οι σκέψεις, τα συναισθήματα και οι συμπεριφορές είναι αλληλένδετα και μπορούν να τροποποιηθούν μέσω στοχοθετημένων παρεμβάσεων (Beck, 1976). Στη δυσλεξία, οι αρνητικές σκέψεις και πεποιθήσεις, όπως “δεν μπορώ να τα καταφέρω” ή “είμαι χαζός“, οδηγούν σε άγχος, χαμηλή αυτοεκτίμηση και αποφυγή των σχολικών δραστηριοτήτων (Alexander-Passe, 2006). Μέσω τεχνικών όπως η γνωσιακή αναδόμηση, η σταδιακή έκθεση και η ανάπτυξη δεξιοτήτων αυτορρύθμισης, η CBT μπορεί να βοηθήσει τα άτομα με δυσλεξία να βελτιώσουν την αυτοεικόνα τους και να μειώσουν το άγχος.

  1. Εφαρμογή της CBT στη Δυσλεξία

Οι παρεμβάσεις CBT στη δυσλεξία επικεντρώνονται σε δύο βασικούς άξονες:

  • Αναγνώριση και τροποποίηση αρνητικών σκέψεων: Οι θεραπευτές βοηθούν τους μαθητές να αναγνωρίσουν και να αντικαταστήσουν τις δυσλειτουργικές πεποιθήσεις τους με πιο ρεαλιστικές και θετικές σκέψεις (Goldston et al., 2007). Για παράδειγμα, ένας μαθητής που σκέφτεται «ποτέ δεν θα μάθω να διαβάζω» μπορεί να μάθει να το αντικαθιστά με τη σκέψη «η ανάγνωση είναι δύσκολη, αλλά μπορώ να βελτιωθώ με εξάσκηση και υποστήριξη».
  • Ανάπτυξη στρατηγικών διαχείρισης του άγχους και της απογοήτευσης: Τεχνικές όπως η προοδευτική μυϊκή χαλάρωση και η διαφραγματική αναπνοή μπορούν να βοηθήσουν τους μαθητές να μειώσουν το άγχος τους πριν από μια ανάγνωση στην τάξη. Επίσης, η δημιουργία ενός «ημερολογίου επιτυχιών», όπου οι μαθητές καταγράφουν μικρές προόδους στην εκπαίδευσή τους, μπορεί να ενισχύσει την αυτοπεποίθησή τους και να τους παρακινήσει να συνεχίσουν την προσπάθεια.
  • Χρήση γνωσιακών στρατηγικών για την ενίσχυση της αυτορρύθμισης:

Οι μαθητές διδάσκονται να αναγνωρίζουν τα πρώτα σημάδια απογοήτευσης και να εφαρμόζουν αποτελεσματικές γνωσιακές στρατηγικές για την αυτορρύθμιση. Αυτές περιλαμβάνουν τεχνικές όπως η αντικατάσταση αρνητικών σκέψεων με πιο υποστηρικτικές και ρεαλιστικές δηλώσεις (π.χ. «Η δυσκολία δεν σημαίνει αποτυχία – μπορώ να μάθω με τον δικό μου ρυθμό»). Επιπλέον, ενθαρρύνονται να χρησιμοποιούν σύντομα, προγραμματισμένα διαλείμματα για να μειώσουν το γνωσιακό φορτίο και να διατηρήσουν τη συγκέντρωσή τους, αποφεύγοντας την ψυχική κόπωση.

  1. Αποτελεσματικότητα της CBT στη Δυσλεξία

Μελέτες δείχνουν ότι η CBT μπορεί να συμβάλει σημαντικά στη μείωση του άγχους και στην ενίσχυση της αυτοπεποίθησης των ατόμων με δυσλεξία. Έρευνα των Humphrey & Mullins (2002) έδειξε ότι οι μαθητές που συμμετείχαν σε προγράμματα CBT παρουσίασαν σημαντική μείωση του σχολικού άγχους και βελτίωση στη σχολική τους προσαρμογή. Παράλληλα, οι Bell & McCallum (2012) ανέφεραν ότι η CBT βελτίωσε την ψυχοκοινωνική λειτουργικότητα των εφήβων με δυσλεξία, οδηγώντας σε καλύτερη σχολική επίδοση και κοινωνική ένταξη.

  1. Συμπεράσματα

Η γνωσιακή συμπεριφορική προσέγγιση αποτελεί μια πολλά υποσχόμενη παρέμβαση για τη διαχείριση των συναισθηματικών και ψυχολογικών επιπτώσεων της δυσλεξίας. Παρότι η CBT δεν στοχεύει άμεσα στη βελτίωση των γλωσσικών δεξιοτήτων, μπορεί να συμβάλει στη συνολική ευημερία των ατόμων με δυσλεξία, επιτρέποντάς τους να αναπτύξουν πιο θετικές πεποιθήσεις για τις ικανότητές τους και να συμμετέχουν πιο ενεργά στη μαθησιακή διαδικασία. Περισσότερες έρευνες απαιτούνται για τη διερεύνηση της μακροχρόνιας αποτελεσματικότητας αυτής της προσέγγισης και την προσαρμογή της σε διαφορετικές ηλικιακές ομάδες και μαθησιακά περιβάλλοντα.

Βιβλιογραφία

  • Alexander-Passe, N. (2006). How dyslexic teenagers cope: An investigation of self-esteem, coping and depression. Dyslexia, 12(4), 256-275.
  • Beck, A. T. (1976). Cognitive therapy and the emotional disorders. New York: International Universities Press.
  • Bell, S. M., & McCallum, R. S. (2012). Cognitive-behavioral therapy for adolescents with dyslexia: A case study. Journal of Learning Disabilities, 45(5), 461-470.
  • Carroll, J. M., & Iles, J. E. (2006). An assessment of anxiety levels in dyslexic students in higher education. British Journal of Educational Psychology, 76(3), 651-662.
  • Goldston, D. B., et al. (2007). Cognitive-behavioral approaches to dyslexia: A review. Journal of Child Psychology and Psychiatry, 48(6), 539-548.
  • Humphrey, N., & Mullins, P. M. (2002). Self-concept and self-esteem in developmental dyslexia: A review. Dyslexia, 8(2), 114-125.
  • Mugnaini, D., Lassi, S., La Malfa, G., & Albertini, G. (2009). Internalizing correlates of dyslexia. World Journal of Pediatrics, 5(4), 255-264.
  • Snowling, M. J. (2013). Early identification and interventions for dyslexia: A contemporary view. Journal of Research in Special Educational Needs, 13(1), 7-14.

Ιωάννα Δημητριάδου

Ψυχολόγος-Ειδική Παιδαγωγός

Εξειδίκευση στη Δυσλεξία, στη ΔΕΠ-Υ και στις Μαθησιακές Διαταραχές, PgD

Συμβουλευτική Υποστήριξη Γονέων (CBT)

Συγγραφέας στο Upbility Publications

Μέλος στο British Psychological Society, GMBPsS, GBC (#507984)